-
1 средство
средство с 1) το μέσο, ο τρόπος; \средствоа связи τα μέσα συγκοινωνίας; использовать все \средствоа χρησιμοποιώ όλα τα μέσα 2) (медицинское и т. л.) το φάρμακο; перевязочные \средствоа οι επίδεσμοι* * *с1) το μέσο, ο τρόποςсре́дства свя́зи — τα μέσα συγκοινωνίας
испо́льзовать все сре́дства — χρησιμοποιώ όλα τα μέσα
2) (медицинское и т. п.) το φάρμακοперевя́зочные сре́дства — οι επίδεσμοι
-
2 употребить
-блго, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. употребленный, βρ: -лен, -лена, -лено ρ.σ.μ.χρησιμοποιώ• μεταχειρίζομαι• διαθέτω•употребить свободное время для чтения χρησιμοποιώ τον ελεύθερο χρόνο για διάβασμα•
употребить не свойнственное выражение χρησιμοποιώ απρεπή (ανάρμοστη) έκφραση•
употребить чистый лист для письма χρησιμοποιώ καθαρό χαρτί για γράψιμο•
употребить угрозы, насилие χρησιμοποιώ απειλές, βία•
употребить все средства χρησιμοποιώ όλα τα μέσα.
χρησιμοποιούμαι• χρησιμεύω. -
3 средство
средств||ос1. в разн. знач. τό μέσον τρόπος:\средствоа производства τά μέσα τής παραγωγής· \средствоа сообщения τά μέσα ἐπικοινωνίας· \средствоа к существованию τά μέσα διαβιώσεως· использовать все \средствоа μεταχειρίζομαι (или χρησιμοποιώ) ὅλα τά μέσα·2. (медицинское и т. ἡ.) τό φάρμακο[ν]:\средство от насекомых τό ἐντομο-κτόνον перевязочные \средствоа τά ὑλικά ἐπι-δέσεως·3. \средствоа мн. (достаток) τά μέσα, οἱ πόροι ζωής, τά προς τό ζήν:денежные \средствоа τά χρήματα, τά κεφάλαια· человек со \средствоами εὔπορος ἄνθρωπος. -
4 употреблять
употреб||лятьнесов в разн. знач. μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ:\употреблятьл ять деньги на что́-л. χρησιμοποιώ τά χρήματα γιά κάτι· \употреблятьлять непонятное слою μεταχειρίζομαι ἀκατάληπτη λεξη· \употреблятьля́ть что́-л. в пи́щу μεταχειρίζομαι κάτι στό φαγητό· \употреблятьлять (доверие) во зло́ ἐκμεταλλεύομαι τήν ἐμπιστοσύνη γιά κακούς σκοπούς· \употреблятьлять все средства μεταχειρίζομαι (или χρησιμοποιώ) ὅλα τά μέσα \употреблятьлиться χρη-σηιοποιούμαι:это слово теперь не \употреблятьля-ется αὐτή ἡ λέξη δέν χρησιμοποιείται πλέον. -
5 пускать
пускатьнесов1. (отпускать) ἀφήνω, ἀπολύω:\пускать птицу на волю ἀφήνω τό πουλί ἐλεύθερο· \пускать детей в театр ἀφήνω τά παιδιά νά πᾶνε στό θέατρο·2. (впускать) ἐπιτρέπω τήν είσοδο, ἀφήνω νά μπή·3. (приводить в движение) βάζω σέ κίνηση, θέτω εἰς ἐνέργειαν, βάζω μπρος:\пускать завод θέτω σέ ἐνέργεια ἐργοστάσιο· \пускать машину θέτω σέ κίνηση μηχανή, βάζω μπρος τή μηχανή· \пускать часы βάζω μπρος τό ρολόΓ \пускать в эксплуатацию ἀρχίζω τήν ἐκμετάλλευση [-ιν]·4. (воду, пар и т. п.) ἀνοίγω· 5.:\пускать корни прям., перен ριζοβολῶ, πιάνω ρίζες, ριζώνω· \пускать ростки βγάζω βλαστάρια· ◊ \пускать в обращение что-л. βάζω (или θέτω) σέ κυκλοφορία· \пускать в продажу ἀρχίζω νά πουλώ, ἐκθέτω είς πὠλησιν \пускать в ход все средства χρησιμοποιώ ὀλα τά μέσα, κινώ γή καί οὐρανό· \пускать слух διαδίδω φήμη· \пускать поезд под откос ἐκτροχιάζω τραίνο· \пускать судно ко дну βυθίζω (или καταποντίζω) πλοίο· \пускать стрелу́ ρίχνω βέλος· \пускать по миру ἀφήνω (или ρίχνω) στους πέντε δρόμους· \пускать кровь кому́-л. κάνω ἀφαίμαξη σέ κάποιον· \пускать (себе) пу́лю в лоб τινάζω τά μυαλά μου στον ἀέρα· \пускать пыль в глаза ρίχνω στάχτη στά μάτια· \пускаться1. (отправляться) ξεκινώ, πηγαίνω:\пускаться бежать τό βάζω στά πόδια· \пускаться вдогонку за кем-л. τρέχω τό κατόπι, τρέχω πίσω ἀπό κάποιον \пускаться в дорогу, \пускаться в путь ξεκινώ·2. (начать делать что-л.) ἀρχίζω:\пускаться во что́-л. ἐπιχειρώ, ἀρχίζω ἐπιχείρηση (предпринимать)· \пускаться в поиски чего-л., кого-л. ἀρχίζω νά ψάχνω, ἀρχίζω τήν ἀναζήτηση· \пускаться вскачь ξεκινώ καλπάζοντας, καλπάζω· \пускаться в подробности μπαίνω σέ λεπτομέρειες· \пускаться в рассуждения ἀρχίζω τίς συζητήσεις. -
6 μεσκουλ-
η см. μουσμουλ- г μέσ||ο[ν] τό1) середина;στο μεσκουλ- τού δρόμου — посредине улицы;
περί τα μεσκουλ-α των σπουδών — в середине учёбы;
περί τα μεσκουλ-α τού μηνός — в середине месяца;
2) (чаще πλ.) средство, способ;χρησιμοποιώ όλα τα μεσκουλ-α — использовать все средства;
μεταχειρίζομαι παν μεσκουλ- — использовать любое средство, пользоваться любым способом;
χρησιμοποιώ άτιμα μεσκουλ-α — пользоваться нечестными способами, неблаговидными средствами;
3) πλ. средства, деньги, ресурсы;μεσκουλ-α συντήρησης — средства к существованию;
δεν έχω τα μεσκουλ-α να πάω στα λουτρά — у меня нет средств, чтобы поехать на курорт;
4) πλ. средства (для осуществления чего-л.);τα μεσκουλ-α (της) παραγωγής — средства производства;
μεσκουλ-α συγκοινωνίας — средства сообщения, транспорт;
μεσκουλ-α επικοινωνίας — средства связи;
5) πλ. внутренности;6) (чаще πλ.) знакомства, связи; блат (прост.);έχω μεγάλα μεσκουλ-α — иметь большие знакомства, связи;
διορίστηκε με μεσκουλ- ( — или με μέσα) — он получил назна- чение по знакомству;
7):μεσκουλ-ω — или διά μεσκουλ-ου — через (в разн. знач);
διά μεσκουλ-ου τού δάσους — через лес;
μεταβαίνω στο Παρίσι μεσκουλ-ω Ρώμης — ехать в Париж через Рим;
του το ανήγγειλα διά μεσκουλ-ου τού αδελφού του — я ему сообщил об этом через его брата;
§ βγάζω το ζήτημα εις το μεσκουλ- — выдвигать, ставить вопрос;
έχω τα μεσκουλ-α να... — быть в состоянии (что-л, сделать);
εν (τω) μεσκουλ-ω — среди, посреди;
εν μεσκουλ-ω ημών — среди нас;
βρίσκομαι εν μεσκουλ-ω εχθρών — находиться среди врагов;
εν τω μεσκουλ-ω της νυκτός — посреди ночи
-
7 ένδικος
ος, ον предусматриваемый законом; легальный, допускаемый законом;χρησιμοποιώ όλα τα ένδικα μέσα — действовать всеми законными способами
См. также в других словарях:
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω … Dictionary of Greek
λυτός — ή, ό (AM λυτός, ή, όν) [λύω] νεοελλ. 1. ελεύθερος από δεσμά, λυμένος 2. φρ. «βάζω λυτούς και δεμένους» καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια, χρησιμοποιώ όλα τα μέσα μσν. απαλλαγμένος από καταδίκη, δέσμευση ή υποχρέωση αρχ. 1. αυτός που μπορεί να… … Dictionary of Greek
καταφεύγω — (AM καταφεύγω) πηγαίνω σε κάποιο μέρος ζητώντας ασφάλεια, προστασία, έρχομαι κάπου για να αποφύγω κάποιον κίνδυνο ή συμφορά, έχω ή ζητώ να βρω καταφύγιο νεοελλ. προσφεύγω σε κάτι, χρησιμοποιώ κάθε μέσο, μεταχειρίζομαι όλα τα μέσα αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek
καταφεύγω — κατέφυγα και κατάφυγα 1. μεταβαίνω κάπου ζητώντας ασφάλεια: Οι ληστές κατέφυγαν στην Ιταλία. 2. χρησιμοποιώ κάτι, μεταχειρίζομαι όλα τα μέσα: Θα καταφύγω στα δικαστήρια για να βρω το δίκιο μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… … Dictionary of Greek
κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… … Dictionary of Greek